- τιμωρησείω
- τῑμωρ-ησείω,A wish to avenge,
-ησείοντες Agath.3.17
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-ησείοντες Agath.3.17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τιμωρησείω — Α (ως εφετικό τού τιμωρώ) επιθυμώ να εκδικηθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμωρῶ + εφετική κατάλ. σείω (πρβλ. ναυμαχη σείω)] … Dictionary of Greek